περιβάλλω

περιβάλλω
περιβάλλω, [tense] fut. -βᾰλῶ : [tense] aor. περιέβᾰλον (v. infr.) :—
A throw round, about, or over, put on or over, c. acc. rei,

φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε Od. 11.211

;

περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Il.11.454

;

περὶ δ' ἄντυγα βάλλε φαεινήν 18.479

;

π. χέρας Ar.Th.914

, E.Or.1044: freq. c. dat.,

χέρας π. τινί Id.Ph.1459

, etc.; περὶ δ' ὠλένας δέρᾳ . . βάλοιμι ib.165 (lyr.); π. τινὶ δεσμά, βρόχους, A.Pr.52, E.Ba.619;

Τροίᾳ ζευκτήριον A.Ag. 529

;

κρατὶ π. σκότον E.HF1159

; π. τινὰ χαλκεύματι put him round the sword, i. e. stab him, A.Ch.576; also περὶ τὰ στέρνα θώρηκας π. Hdt. 1.215, cf. 5.85;

αἱμασιὴν π. κατὰ τὸν κύκλον Id.7.60

; περὶ ἕρμα π. ναῦν wreck it on . . , Th.7.25:—[voice] Med., throw round or over oneself, put on, c. acc. rei, περιβαλλόμενοι τεύχεα putting on their arms, Od.22.148;

περὶ δὲ ζώνην βάλετ' ἰξυῖ 5.231

;

ξίφος περὶ στιβαροῖς βάλετ' ὤμοις 14.528

; εἷμα, φᾶρος περιβάλλεσθαι, Hdt. 1.152, 9.109;

φάρεα καὶ πλοκάμους E.IT1150

(lyr.);

κόσμον σώμασιν Id.HF334

;

κύκλον ὅσον περιβάλλεται αἰθήρ Hermesian.7.87

; freq. of defences,

τεῖχος καὶ σωτηρίην περιβαλέσθαι τοῖς τε χρήμασι καὶ τοῖς σώμασιν Democr.280

; also

ὅταν περιβάλωνται χειρις μοὺς παραλλάττοντας Phld.Rh.1.8

S.;

π. ἕρκος ἔρυμα τῶν νεῶν Hdt.9.96

;

τείχεα Id.1.141

, cf. 6.46, Th.1.8 ;

ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλονται X.Mem.2.1.14

;

Πελοποννήσῳ π. ἓν τεῖχος Arist.Pol.1276a27

; λιμένι τεῖχος, χάρακα τῇ παρεμβολῇ, Plb.4.65.11, 5.20.5 ; also περὶ τὴν Πελοπόννησον τεῖχος π. Lys.2.45: c. dupl. acc., τεῖχος περιβαλέσθαι πόλιν build a wall round it, Hdt.1.163 : in [tense] pf. [voice] Pass., have a thing put round one, Pl.Smp.216d ; τὸ τεῖχος περιβεβλημένος having his wall around him, encompassed by it, Id.Tht. 174e, cf. Arist.Pol.1331a8.
2 metaph., put round or upon a person, i. e. invest him with it, π. τινὶ ἀγαθόν (i. e. βασιληΐην), τυραννίδα, Hdt.1.129, E.Ion829 ;

π. σωτηρίαν [τισί] Id.HF304

;

ὕδασι δουλείαν Id.Ph.189

(lyr.);

οἶκτον Id.IA934

; τινὶ π. ἀνανδρίαν, i.e. make him faint-hearted, Id.Or.1031; π. τὴν αἰτίαν τῷ ἰατρῷ impute blame to . . , Pall.in Hp.12.283 C.:—[voice] Pass., c. acc., to be involved in,

μεγίστην ζημίαν τὸ ταμεῖον περιβληθήσεται SIG888.87

(Scaptopara, iii A. D.).
II reversely c. dat. rei, surround, encompass with . . , περιβαλεῖν πλῆθος τῶν ἰχθύων (sc. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Hdt.1.141;

βρόχῳ π. τὸν αὐχένα Id.4.60

(tm.); [Βόσπορον] πέδαις π. A.Pers.748;

π. τινὰ ὑφάσματι E.Or.25

;

δοραῖσι σῶμα Id.Cyc.330

; π. τινὰ χερσί embrace, Id.Or.372 :—[voice] Med., surround or enclose for one's advantage or defence,

τὴν νῆσον π. τείχει Pl.Criti.116a

;

χωρίον X.Cyr.6.3.30

; π. θύννους net them, Arist.HA 537a20, cf. 533b25.
2 metaph., π. τινὰ κακῷ, συμφοραῖς, involve one in evil or calamity, E.Or.906, Antipho 3.2.12 ;

ἀνηκέστοις πόλιν συμφοραῖς And.1.142

, cf. Lys.4.20;

ὀνείδει D.22.35

; π. τινὰ φυγῇ, i.e. banish him, Plu.2.775c;

τινὰ κλοπῆς καταδίκῃ Id.Arist.4

:— [voice] Pass., [συμφοραῖς] Phld.Piet.35b.
III c. acc. only, encompass, surround, περιβάλλει με σκότος, νέφος, E.Ph.1453, HF1140 ; π. ἀλλήλους embrace each other, X.An.4.7.25, cf. Men.Pk.36, 111; also, clothe, τινα Ev.Matt.25.36; τὸ περιβεβλημένον the space enclosed, enclosure, Hdt.2.91; cf.

περίβολος 11.2

:—[voice] Med., ἤλαυνον περιβαλόμενοι [τὰ ὑποζύγια] surrounding them, Id.9.39, cf. X.Cyr.1.4.17.
2 fetch a compass round, double,

ἵπποι περὶ τέρμα βαλοῦσαι Il.23.462

; esp. of ships, round a cape,

π. τὸν Ἄθων Hdt.6.44

;

Σούνιον Th.8.95

: abs., of a hare, double, X.Cyn.5.29, 6.18.
3 amplify, expand,

λόγον Hermog.Id.1.4

, cf. 11: abs., ib.3,al.
IV [voice] Med., bring into one's power, compass,

ἰδίῃ π. ἑωυτῷ κέρδεα Hdt.3.71

;

πολλὰ [χρήματα] Id.8.8

, cf. 7.190; σωφροσύνης δόξαν π. X.Mem.4.2.6;

τὰ λοιπὰ τῶν πραγμάτων περιβαλλόμενος D.18.231

;

πλῆθος λείας Plb.1.29.7

, cf. 3.69.7 : [tense] pf. [voice] Pass., to have come into possession of . . ,

πόλιν Hdt.6.24

;

δυναστείας Isoc.4.184

, cf. 2.25.
2 appropriate mentally, comprehend,

περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις Id.5.118

; πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα to have aimed at learning many things, Men.683; logically, ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα . . γένους τινὸς οὐσίᾳ π. embrace, Pl.Plt.285b.
3 use circumlocution, κομψῶς κύκλῳ π. Id.Smp.222c, cf. Phdr.272d.
V throw beyond, beat in throwing: hence generally, excel, surpass,

μνηστῆρας δώροισι Od.15.17

; π. ἀρετῇ to be superior in . . , Il.23.276.
VI π. τὸ λουτρόν take a bath, Cass.Pr.5 ; π. πρὸς λουτρόν ibid.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • περιβάλλω — περιβάλλω, περιέβαλα βλ. πίν. 146 Σημειώσεις: περιβάλλω : η λόγια μτχ. ενεστώτα απαντάται ως επίθετο (ο περιβάλλων χώρος) ή ως ουσιαστικό (το περιβάλλον) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιβάλλω — throw round pres subj act 1st sg περιβάλλω throw round pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. θέτω, τοποθετώ κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι άλλο 2. περικλείω, περικυκλώνω, ζώνω 3. καλύπτω, σκεπάζω κάτι ολόγυρα, επικαλύπτω, περικαλύπτω (α. «μέ περιβάλλει βαθύ σκοτάδι» β. «ἤδη γάρ με περιβάλλει σκότος», Ευρ.) 4. ντύνω, ενδύω… …   Dictionary of Greek

  • περιβάλλω — περιέβαλα, περιβλήθηκα, περιβλημένος 1. βάζω γύρω γύρω, περιτριγυρίζω, περιφράζω, περικυκλώνω. 2. μτφ., αγαπώ, εκτιμώ κάποιον: Περιβάλλω το οικόπεδο με συρματόπλεγμα – Τον περιβάλλω με αγάπη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιβάλησθε — περιβάλλω throw round aor subj mp 2nd pl περιβάλλω throw round aor subj act 2nd pl (epic) περιβά̱λησθε , περιβάλλω throw round aor subj mid 2nd pl (doric) περιβά̱λησθε , περιβάλλω throw round aor subj act 2nd pl (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβάλλετον — περιβάλλω throw round pres imperat act 2nd dual περιβάλλω throw round pres ind act 3rd dual περιβάλλω throw round pres ind act 2nd dual περιβάλλω throw round imperf ind act 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβάλῃ — περιβάλλω throw round aor subj mp 2nd sg περιβάλλω throw round aor subj act 3rd sg περιβά̱λῃ , περιβάλλω throw round aor subj mid 2nd sg (doric) περιβά̱λῃ , περιβάλλω throw round aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβαλοῦσι — περιβάλλω throw round aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιβάλλω throw round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) περιβάλλω throw round fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβαλοῦσιν — περιβάλλω throw round aor part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περιβάλλω throw round fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric) περιβάλλω throw round fut ind act 3rd pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβεβλημένα — περιβάλλω throw round perf part mp neut nom/voc/acc pl (epic) περιβεβλημένᾱ , περιβάλλω throw round perf part mp fem nom/voc/acc dual (epic) περιβεβλημένᾱ , περιβάλλω throw round perf part mp fem nom/voc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιβάλλεσθε — περιβάλλω throw round pres imperat mp 2nd pl περιβάλλω throw round pres ind mp 2nd pl περιβάλλω throw round imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”